- ἄγανα
- ἄγαναfem nom/voc sgἄγανοςbrokenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁγάνα — ἀγάνᾱ , ἄγανα fem nom/voc/acc dual ἐγάνᾱ , γανάω glitter imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανά — ἀγανός mild neut nom/voc/acc pl ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc/acc dual ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάνα — η βλ. άγανο … Dictionary of Greek
ἀγανᾷ — ἀγανός mild fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάνας — ἀγάνᾱς , ἄγανα fem acc pl ἀγάνᾱς , ἄγανα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάν' — ἀγάνᾱͅ , ἄγανα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανάς — ἀγανά̱ς , ἀγανός mild fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανῶν — ἄγανα fem gen pl ἀγανός mild fem gen pl ἀγανός mild masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek